- χλωροφόρμιση
- [-ις (-εως)] η хлороформирование
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χλωροφόρμιση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χλωροφορμίζω, χλωροφόρμισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωροφόρμιο. Η λ., στον λόγιο τ. χλωροφόρμισις, μαρτυρείται από το 1876 στον θ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
χλωροφόρμιση — η η πράξη του χλωροφορμίζω, η αναισθησία που προκαλείται από το χλωροφόρμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χλωροφορμιστής — ο, θηλ. χλωροφορμίστρια, Ν [χλωροφορμίζω] (παλ. τ.) βοηθός χειρουργού, ο οποίος εκτελεί την χλωροφόρμιση … Dictionary of Greek